χαρωπός

χαρωπός
-ή, -ό / χαρωπός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και χαροπός, -ή, -όν, θηλ. και -ός, ΜΑ
1. αυτός τού οποίου τα μάτια, το βλέμμα και η έκφραση του δηλώνουν χαρά
2. συνεκδ. εύθυμος, χαρούμενος
μσν.-αρχ.
(κυρίως για αρπακτικά ζώα) αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια και, κυρίως, αυτός τού οποίου τα μάτια ακτινοβολούν από αγριότητα («χαροποί τε λέοντες», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. γλαυκός, γαλανός («χαροποῑς ἐνὶ κύμασι, Κύπριν», Ανθ. Παλ.)
2. (γενικά) φωτεινότατος, πολύ λαμπερός («χαροποῑο σελήνης», Κόϊντ.)
3. (ιδίως για πρόσ.) αυτός που έχει λαμπερά μάτια («φοβερὰ γάρ ἐστι καὶ χαροπή, καὶ δεινῶς ἀνδρική [ενν. η Ἀθηνά]», Λουκιαν.).
επίρρ...
χαρωπά Ν
με χαρά, με ευθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για σύνθ. τ. τού οποίου το α' συνθετικό ανάγεται στο ρ. χαίρω* (πρβλ. χάρ-μη «επιθυμία για μάχη»), ενώ το β' συνθετικό πρέπει να αναχθεί στο θ. τού ὄπωπα*, παρά τα προβλήματα που γεννά η γρφ. χαρ-οπός, η οποία στην αρχ. είναι εγκυρότερη από τη γρφ. χαρ-ωπός, που θα ήταν η αναμενόμενη για ένα σύνθ. με β' συνθετικό το ὄπωπα* (πρβλ. ἀγρι-ωπός) και η οποία έχει επικρατήσει στη Νέα Ελληνική. Το επίθ. χαροπός, επομένως, μέσω μιας αρχικής σημ. «με βλέμμα γεμάτο χαρά και επιθυμία, με βλέμμα που αστραποβολεί από επιθυμία», έλαβε στη συνέχεια τη σημ. «με βλέμμα άπληστο», σχετικά με ζώα αρπακτικά. Αντιθέτως, παραμένει δυσερμήνευτη η σημ. «κυανός, γλαυκός» τού επιθ. Η αναγωγή, τέλος, τής λ. στην ΙΕ ρίζα *gher- «λάμπω, αστράφτω» δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαρωπός — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρωπός, -ή — ό επίρρ. ά 1. αυτός που τα μάτια του εκφράζουν χαρά, αυτός που εκδηλώνει τη χαρά του με το βλέμμα του. 2. χαρούμενος, εύθυμος, γελαστός: Τραγουδούσαν χαρωπά τραγούδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρωπόν — χαρωπός masc/fem acc sg χαρωπός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρωποί — χαρωπός masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρωπούς — χαρωπός masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρωπά — χαρωπός neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάρωψ — ωπος, και χάροψ, οπος, ὁ, ἡ, Α χαρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος παρλλ. τ. τής λ. χαροπός / χαρωπός*] …   Dictionary of Greek

  • Charon (mythology) — A 19th century interpretation of Charon s crossing by Alexander Litovchenko. In Greek mythology, Charon or Kharon (English pronunciation: /ˈkɛərɒn/, /ˈkɛərən/; Greek Χάρων) is the ferryman of Hades who carries so …   Wikipedia

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • ίλεως — ἵλεως, ων (ΑΜ, Α και ἵλαος και ἵλεος, ον και αιολ. τ. ἴλλαος, ον) (για τον θεό) εύσπλαγχνος, πολυέλεος («καὶ ἵλεως, ἵλεως, γενοῡ ἡμῑν, Δέσποτα, ἐπὶ ταῑς ἁμαρτίαις ἡμῶν») αρχ. 1. (για θεούς) ευμενής («ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῑν») 2. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”